- κερματιστής
- ο (Α κερματιστής) [κερματίζω]νεοελλ.αυτός που διαμελίζει, που κόβει κάτι σε κομμάτια, που κατακόβει σε τεμάχιααρχ.αυτός που αλλάζει νομίσματα, αργυραμοιβός, σαράφης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερματιστής — money changer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερματισταί — κερματιστής money changer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερματιστήν — κερματιστής money changer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερματιστῶν — κερματιστής money changer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερματιστάς — κερματιστά̱ς , κερματιστής money changer masc acc pl κερματιστά̱ς , κερματιστής money changer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пеняжник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (κερματιστής) денежный меняла (Ин. 2, 14) … Словарь церковнославянского языка
Библейские денежные единицы — «Изгнание торгующих из храма». Николай Хабершрак, середина XV века Библейские денежные единицы ближневосточные, древнегреческие, древнеримские и другие … Википедия
κερμοδότης — κερμοδότης, ὁ (Α) αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής*, αργυραμοιβός, σαράφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. τής ονομαστικής, αντί κερματο δότης (πρβλ. ζωο δότης, χρηματο δότης)] … Dictionary of Greek
ԼՈՒՄԱՅԱՓՈԽ — (ի, ից.) NBH 1 0896 Chronological Sequence: Early classical, 14c ԼՈՒՄԱՅԱՓՈԽ կամ ԼՈՒՄԱՓՈԽ. κερματιστής nummularius. Սեղանաւոր, հատավաճառ. որ փոխէ զլումայս՝ զազգի ազգի դրամս տալով եւ առնելով. ... *Զլումափոխսն (կամ զլումայափոխսն) որ նստէին. Յհ. ՟Բ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)